Φεύγω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 10:57, 20 Μαΐου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: leave, go away
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: уходить, уезжать
φεύγω= Present form, 1st person singular
Δε φεύγω, θα μείνω όλη νύχτα στην πόρτα σου
De:
En: "I am not leaving, I'll stay all night at your door"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Я не уйду. Я буду у дверей твоих всю ночь"
Μιχάλης Χατζηγιάννης - Δεν Φεύγω