Φεύγω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: leave, go away

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: уходить, уезжать


φεύγω= Present form, 1st person singular



Δε φεύγω, θα μείνω όλη νύχτα στην πόρτα σου

De:

En: "I am not leaving, I'll stay all night at your door"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Я не уйду. Я буду у дверей твоих всю ночь"


Μιχάλης Χατζηγιάννης - Δεν Φεύγω