Προσέχω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: take care, pay attention

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: быть осторожным, внимательным


Να προσέχεις = Subjunctive form, 2nd person singular



Δε σε ξέρω αλλά να την προσέχεις

De:

En: "I don't know you but look after her"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Я тебя не знаю, но позаботься о ней!"


Sanjuro Mc feat. Antonis - Να Tην Προσέχεις