Περιμένω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: wait

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: ждать


περιμένεις = Present form, 2nd person singular



Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε

De:

En: "Don't wait any longer, everything is finished"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Больше не жди, все кончено"


Μιχάλης Μενιδιάτης & Βούλα Γκίκα - Μην Περιμένεις Πια