Χτυπάω / χτυπώ

Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 21:34, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: hit, strike

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: ударить, бить


χτύπα = Imperative form, singular



Χτύπα κι άλλο, θα τ'αντέξω

De:

En: "Hit more, I'll handle it"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Ударь ещё. Я с этии справлюсь"



Θάνος Πετρέλης - Κερνάω