Δακρύζω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: shed tears, weep

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: плакать


θα δακρύσω = Future form, 1st person singular



Δε θα δακρύσω πια για σένα

De:

En: "I will not weep any longer for you"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Я больше не заплачу о тебе"



Πυξ Λαξ - Δεν Θα Δακρύσω Πια Για Σένα