Χτυπάω / χτυπώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: hit, strike

Es:

Fr:

It:

Pt:


χτύπα = Imperative form, singular



Χτύπα κι άλλο, θα τ'αντέξω

De:

En: "Hit more, I'll handle it"

Es:

Fr:

It:

Pt:



Θάνος Πετρέλης - Κερνάω