Τρομάζω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Β2


De:

En: scare, frighten

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ro:


τρομάζω= Present form, 1st person singular


Αλλάζεις, αλλάζεις μέρα τη μέρα, και με τρομάζεις

De:

En: "You're changing, you're changing day by day, and you're frightening me"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ro:


Όναρ - Με τρομάζεις (1999)