Ράβω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: sew

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:


ράβε = Imperative form, singular



Ράβε, ξήλωνε, ράβε ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει

De:

En: "Sew, unpick, sew unpick, not to be out of work"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:



Νίκος Ξυλούρης - Αυτόν τον κόσμο τον καλό