Ξηλώνω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γ2


De:

En: unpick, unravel

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:


ξήλωνε = Imperative form, singular



Ράβε, ξήλωνε, ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει

De:

En: "Sew, unpick, sew, unpick, not to be out of work"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:



Νίκος Ξυλούρης - Αυτόν Τον Κόσμο Τον Καλό