Νυχτώνω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: get dark

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: вечереть, темнеть


νυχτώνει = Present form, 3rd person singular



Κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει

De:

En: "Somewhere it gets dark and the sun gets frozen"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Где-то вечереет и замерзает солнце"



Γιώργος Νταλάρας - Κάπου Νυχτώνει