Κοιτάω / κοιτώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: look

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: посмотреть


κοίτα= Imperative form, singular



Κοίτα με στα μάτια

De:

En: "Look me in the eyes"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Посмотри мне в глаза"


Τάμτα - Κοίτα Με