Γελάω / γελώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

A1

De:

En: laugh

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: смеяться


γέλα = Imperative form, singular



Γέλα πουλί μου γέλα, κι είν' η ζωή μια τρέλα

De:

En: "Laugh, my birdie, laugh, and life is just craziness"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Смейся, птичка моя, смейся. и жизнь - сплошное безумство"


Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας - Γέλα Πουλί Μου (Ο Tελευταίος Xορός)