Αγαπάω / αγαπώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: love

Es: querer, amar

Fr:

It: amare

Pt:

Ru: любить


αγαπάω = Present form, 1st person singular



Σ'αγαπάω και δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος

De:

En: "I love you and I don't care what people will say"

Es: "Te quiero y no me importa lo que diga la gente"

Fr:

It:

Pt:

Ru:"Я люблю тебя, и мне все равно,что скажут люди"


Μηδενιστής & Τάμτα - Σ' αγαπάω