Ακολουθώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 15:59, 16 Μαρτίου 2020 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
A2
De:
En: follow
Es: seguir
Fr:
It:
Pt:
Ru:следовать, сопровождать
ακολουθώ = Present form, 1st person singular
Σ'ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
De:
En: "I follow you and I'm stuck on you"
Es: "Te sigo y me pego junto a ti"
Fr:
It:
Pt:
Ru: Я следую за тобой неотступно (букв."я приклеился к тебе")
Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Σ'ακολουθώ