Ξηλώνω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 12:08, 23 Σεπτεμβρίου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
Γ2
De:
En: unpick, unravel
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
ξήλωνε = Imperative form, singular
Ράβε, ξήλωνε, ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει
De:
En: "Sew, unpick, sew, unpick, not to be out of work"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Νίκος Ξυλούρης - Αυτόν Τον Κόσμο Τον Καλό