Ράβω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 11:13, 23 Σεπτεμβρίου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: sew
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
ράβε = Imperative form, singular
Ράβε, ξήλωνε, ράβε ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει
De:
En: "Sew, unpick, sew unpick, not to be out of work"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Νίκος Ξυλούρης - Αυτόν τον κόσμο τον καλό