Παύω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 10:23, 20 Μαΐου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: stop, cease
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
έπαψες = Past form, 2nd person singular
Μα ακόμα δεν κατάλαβα γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
De:
En: "But I still haven't understood why you stopped reminding (me) of love"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Πυξ Λαξ - Έπαψες Αγάπη Να Θυμίζεις