Πουλάω / πουλώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 19:19, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: sell
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: продавать
πούλα = Imperative form, singular
Πούλα με, λοιπόν, στο ξαναλέω
De:
En: "Sell me, then, I'm telling you again"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Продай меня, ну говорю же тебе"
Πυξ Λαξ - Πούλα με