Πιστεύω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 19:12, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: believe
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: верить
πιστεύω= Present form, 1st person singular
Δεν πιστεύω σε αγάπες κι έρωτες
De:
En: "I don't believe in romances and loves"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Я не верю в любовь и романы"
Ελένη Δήμου - Δεν Πιστεύω