Παθαίνω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 19:02, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: undergo, get, suffer
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: проходить через что-либо, выносить, страдать
παθαίνει = Present form, 3rd person singular
Αυτά παθαίνει μάτια μου όποιος πολύ αγαπάει
De:
En: "This undergoes, honey, the person who loves a lot"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Через это проходит, любовь моя, человек, который очень сильно любит"
Ελένη Βιτάλη - Αυτά Παθαίνει Μάτια Μου