Μπορώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 18:34, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: can, be able
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: мочь
μπορώ= Present form, 1st person singular
Δε μπορώ...άλλο πια δε μπορώ
De:
En: "I cannot... any more, I cannot"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Я не могу... больше, не могу"
Αλκίνοος Ιωαννίδης - Δεν μπορώ