Παθαίνω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 21:27, 14 Ιανουαρίου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: undergo, get, suffer
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
παθαίνει = Imperative form , singular
Αυτά παθαίνει μάτια μου όποιος πολυ αγαπάει
De:
En: "This undergoes, honey, the person who loves a lot"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Ελένη Βιτάλη - Αυτά Παθαίνει Μάτια Μου