Κερνάω / κερνώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 21:07, 13 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: treat, pay for (drink, food)
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: угощать (платить за кого-либо)
κερνάω= Present form, 1st person singular
Κερνάω απόψε εγώ
De:
En: "I pay (It's my treat) tonight"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Сегодня вечером я угощаю"
Θάνος Πετρέλης - Κερνάω