Ερωτεύομαι
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 20:43, 13 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: fall in love with
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: влюбиться в кого-либо
έχω ερωτευτεί = Present perfect form, 1st person singular
Σ'έχω ερωτευτεί
De:
En: "I have fallen in love with you"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Я в тебя влюбился"
Σάκης Ρουβάς - Σ'έχω ερωτευτεί