Δακρύζω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 20:54, 12 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: shed tears, weep
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: плакать
θα δακρύσω = Future form, 1st person singular
Δε θα δακρύσω πια για σένα
De:
En: "I will not weep any longer for you"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Я больше не заплачу о тебе"
Πυξ Λαξ - Δεν Θα Δακρύσω Πια Για Σένα