Ακολουθώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: follow

Es: seguir

Fr:

It:

Pt:

Ru:следовать, сопровождать


ακολουθώ = Present form, 1st person singular



Σ'ακολουθώ και πάνω σου κολλάω

De:

En: "I follow you and I'm stuck on you"

Es: "Te sigo y me pego junto a ti"

Fr:

It:

Pt:

Ru: Я следую за тобой неотступно (букв."я приклеился к тебе")



Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Σ'ακολουθώ