Κερνάω / κερνώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: treat, pay for (drink, food)

Es:

Fr:

It:

Pt:


κερνάω= Present form, 1st person singular



Κερνάω απόψε εγώ

De:

En: "I pay (It's my treat) tonight"

Es:

Fr:

It:

Pt:


Θάνος Πετρέλης - Κερνάω