Τρομάζω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 16:38, 16 Μαρτίου 2020 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
Β2
De:
En: scare, frighten
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ro:
τρομάζω= Present form, 1st person singular
Αλλάζεις, αλλάζεις μέρα τη μέρα, και με τρομάζεις
De:
En: "You're changing, you're changing day by day, and you're frightening me"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ro:
Όναρ - Με τρομάζεις (1999)