Νυχτώνω
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 18:36, 30 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: get dark
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: вечереть, темнеть
νυχτώνει = Present form, 3rd person singular
Κάπου νυχτώνει κι ο ήλιος παγώνει
De:
En: "Somewhere it gets dark and the sun gets frozen"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Где-то вечереет и замерзает солнце"
Γιώργος Νταλάρας - Κάπου Νυχτώνει