Παθαίνω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: undergo, get, suffer

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:


παθαίνει = Imperative form , singular



Αυτά παθαίνει μάτια μου όποιος πολυ αγαπάει

De:

En: "This undergoes, honey, the person who loves a lot"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:


Ελένη Βιτάλη - Αυτά Παθαίνει Μάτια Μου