Κοιτάω / κοιτώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 21:11, 13 Ιανουαρίου 2016 από τον MarinaAndr (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: look
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: посмотреть
κοίτα= Imperative form, singular
Κοίτα με στα μάτια
De:
En: "Look me in the eyes"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Посмотри мне в глаза"
Τάμτα - Κοίτα Με