Γελάω / γελώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 10:25, 28 Μαρτίου 2018 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
A1
De:
En: laugh
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: смеяться
γέλα = Imperative form, singular
Γέλα πουλί μου γέλα, κι είν' η ζωή μια τρέλα
De:
En: "Laugh, my birdie, laugh, and life is just craziness"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru: "Смейся, птичка моя, смейся. и жизнь - сплошное безумство"
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας - Γέλα Πουλί Μου (Ο Tελευταίος Xορός)