Γελάω / γελώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 20:49, 11 Ιανουαρίου 2016 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: laugh
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
γέλα = Imperative form, singular
Γέλα πουλί μου γέλα, κι είν' η ζωή μια τρέλα
De:
En: "Laugh, my birdie, laugh, and life is just craziness"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας - Γέλα Πουλί Μου (Ο Tελευταίος Xορός)