Χτυπάω / χτυπώ
Από MusicLexis
Αναθεώρηση ως προς 16:34, 26 Δεκεμβρίου 2015 από τον Admin (Συζήτηση | συνεισφορές)
De:
En: hit, strike
Es:
Fr:
It:
Pt:
χτύπα = Imperative form, singular
Χτύπα κι άλλο, θα τ'αντέξω
De:
En: "Hit more, I'll handle it"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Θάνος Πετρέλης - Κερνάω