Φοβάμαι

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: be afraid of, fear

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: бояться


φοβάμαι= Present form, 1st person singular



Φοβάμαι, μην ακούς τι λέω, φοβάμαι

De:

En: "I fear, don't listen to what I say, I am afraid"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Мне страшно, не слушай, что я говорю, я боюсь"


Μπλε - Φοβάμαι