Φιλάω / Φιλώ

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: kiss

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: целовать


φίλα = Imperative form, singular



Φίλα με, κάτι καινούριο ξεκινά, φίλα με

De:

En: "Kiss me, something new is starting, kiss me"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Поцелуй меня, что-то новое начинается. Поцелуй меня!"



Vegas - Πιο Ψηλά