Τελειώνω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: end, finish

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru;


τελειώνει= Present form, 3rd person singular



Δεν τελειώνει έτσι η αγάπη, δεν τελειώνουν όλα τόσο απλά

De:

En: "Love doesn't end like this, everything doesn't end so easily"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru:



Τάμτα Γκοντουάτζε - Δεν Τελειώνει Έτσι Η Αγάπη