Τελειώνω
Από MusicLexis
De:
En: end, finish
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru;
τελειώνει= Present form, 3rd person singular
Δεν τελειώνει έτσι η αγάπη, δεν τελειώνουν όλα τόσο απλά
De:
En: "Love doesn't end like this, everything doesn't end so easily"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Τάμτα Γκοντουάτζε - Δεν Τελειώνει Έτσι Η Αγάπη