Σαλπάρω
Από MusicLexis
De:
En: set sail
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
θα σαλπάρει = Future form, 3rd person singular
Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα
De:
En: "The ship will set sail for foreign ports"
Es:
Fr:
It:
Pt:
Ru:
Πόλυ Πάνου - Τα Λιμάνια