Ξέρω

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: know

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: знать


ξέρω = Present form, 1st person singular



Το ξέρω, θα'ρθείς, μια μέρα να με ξαναδείς

De:

En: "I know it, you'll come, one day, to see me again"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Я знаю, однажды ты приедешь, чтобы снова меня увидеть"



Ονιράμα - Μια μέρα θα 'ρθείς