Ερωτεύομαι

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

De:

En: fall in love with

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: влюбиться в кого-либо


έχω ερωτευτεί = Present perfect form, 1st person singular



Σ'έχω ερωτευτεί

De:

En: "I have fallen in love with you"

Es:

Fr:

It:

Pt:

Ru: "Я в тебя влюбился"


Σάκης Ρουβάς - Σ'έχω ερωτευτεί