Αρέσει

Από MusicLexis
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Β2


De:

En: be appealing to, be likeable to

Es: gustar

Fr:

It:

Pt:

Ru:


Μου αρέσει = It is appealing to me = I like



Μ'άρέσει να μη λέω πολλά, μ'αρέσει να κοιτάω ψηλά

De:

En: "I like not to say much, I like to look high up"

Es: "Me gusta decir poca palabras, me gusta mirar alto"

Fr:

It:

Pt:

Ru:


Υπόγεια Ρεύματα - Μ'Αρέσει Να Μη Λέω Πολλά